Κρήσια — Κρής neut nom/voc/acc pl Κρήσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίας — Κρησίᾱς , Κρής fem acc pl Κρησίᾱς , Κρής fem gen sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱς , Κρήσιος fem acc pl Κρησίᾱς , Κρήσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίαι — Κρησίᾱͅ , Κρής fem dat sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱͅ , Κρήσιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρησίαν — Κρησίᾱν , Κρής fem acc sg (attic doric aeolic) Κρησίᾱν , Κρήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόπτερος — η, ο (Α λευκόπτερος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ. β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.) αρχ. 1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.) 2. περιχαρής… … Dictionary of Greek